- σπανομαρία
- ησπανός άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπανομαρία — η, Ν ειρων. σπανός άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπανός + Μαρία. Η χρήση τού γυναικείου ον. υποδηλώνει την παρουσία θηλ. χαρακτηριστικού, τονίζοντας με τον τρόπο αυτόν τη σημ. τού α συνθ.] … Dictionary of Greek